ισομερής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek ἰσομερής (isomerḗs).
Adjective
[edit]ισομερής • (isomerís) m (feminine ισομερής, neuter ισομερές)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ισομερής (isomerís) | ισομερής (isomerís) | ισομερές (isomerés) | ισομερείς (isomereís) | ισομερείς (isomereís) | ισομερή (isomerí) | |
genitive | ισομερούς (isomeroús) ισομερή (isomerí) |
ισομερούς (isomeroús) | ισομερούς (isomeroús) | ισομερών (isomerón) | ισομερών (isomerón) | ισομερών (isomerón) | |
accusative | ισομερή (isomerí) | ισομερή (isomerí) | ισομερές (isomerés) | ισομερείς (isomereís) | ισομερείς (isomereís) | ισομερή (isomerí) | |
vocative | ισομερή (isomerí) ισομερής (isomerís) |
ισομερής (isomerís) | ισομερές (isomerés) | ισομερείς (isomereís) | ισομερείς (isomereís) | ισομερή (isomerí) |