ισομερής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἰσομερής (isomerḗs).

Adjective

[edit]

ισομερής (isomerísm (feminine ισομερής, neuter ισομερές)

  1. of equal parts
  2. (chemistry) isomeric

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισομερής (isomerís) ισομερής (isomerís) ισομερές (isomerés) ισομερείς (isomereís) ισομερείς (isomereís) ισομερή (isomerí)
genitive ισομερούς (isomeroús)
ισομερή (isomerí)
ισομερούς (isomeroús) ισομερούς (isomeroús) ισομερών (isomerón) ισομερών (isomerón) ισομερών (isomerón)
accusative ισομερή (isomerí) ισομερή (isomerí) ισομερές (isomerés) ισομερείς (isomereís) ισομερείς (isomereís) ισομερή (isomerí)
vocative ισομερή (isomerí)
ισομερής (isomerís)
ισομερής (isomerís) ισομερές (isomerés) ισομερείς (isomereís) ισομερείς (isomereís) ισομερή (isomerí)