λιπαρό οξύ
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]λιπαρό οξύ • (liparó oxý) n (plural λιπαρά οξέα)
Further reading
[edit]- λιπαρό οξύ on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
λιπαρό οξύ • (liparó oxý) n (plural λιπαρά οξέα)