Jump to content

δοκιμαστικός σωλήνας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δοκιμαστικός σωλήνας (dokimastikós solínasm (plural δοκιμαστικοί σωλήνες)

  1. (chemistry) test tube

Declension

[edit]
Declension of δοκιμαστικός σωλήνας
singular plural
nominative δοκιμαστικός σωλήνας (dokimastikós solínas) δοκιμαστικοί σωλήνες (dokimastikoí solínes)
genitive δοκιμαστικού σωλήνα (dokimastikoú solína) δοκιμαστικών σωλήνων (dokimastikón solínon)
accusative δοκιμαστικό σωλήνα (dokimastikó solína) δοκιμαστικούς σωλήνες (dokimastikoús solínes)
vocative δοκιμαστικέ σωλήνα (dokimastiké solína) δοκιμαστικοί σωλήνες (dokimastikoí solínes)