δοκιμαστικοί σωλήνες
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]δοκιμαστικοί σωλήνες • (dokimastikoí solínes) m
- nominative plural of δοκιμαστικός σωλήνας (dokimastikós solínas)
- vocative plural of δοκιμαστικός σωλήνας (dokimastikós solínas)
δοκιμαστικοί σωλήνες • (dokimastikoí solínes) m