καρβοξυλικό οξύ
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]καρβοξυλικό + οξύ • (karvoxylikó + oxý) n
- (chemistry) carboxylic acid
- Το αιθανικό οξύ είναι ένα καρβοξυλικό οξύ.
- To aithanikó oxý eínai éna karvoxylikó oxý.
- Acetic acid is a carboxylic acid.
Synonyms
[edit]- καρβονικό οξύ n (karvonikó oxý)
Further reading
[edit]- Καρβοξυλικά οξέα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el