καρβοξυλικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]καρβοξυλικός • (karvoxylikós) m (feminine καρβοξυλική, neuter καρβοξυλικό)
- (chemistry) carboxylic
- Το αιθανικό οξύ είναι ένα καρβονικό οξύ.
- To aithanikó oxý eínai éna karvonikó oxý.
- Acetic acid is a carboxylic acid.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καρβοξυλικός (karvoxylikós) | καρβοξυλική (karvoxylikí) | καρβοξυλικό (karvoxylikó) | καρβοξυλικοί (karvoxylikoí) | καρβοξυλικές (karvoxylikés) | καρβοξυλικά (karvoxyliká) | |
genitive | καρβοξυλικού (karvoxylikoú) | καρβοξυλικής (karvoxylikís) | καρβοξυλικού (karvoxylikoú) | καρβοξυλικών (karvoxylikón) | καρβοξυλικών (karvoxylikón) | καρβοξυλικών (karvoxylikón) | |
accusative | καρβοξυλικό (karvoxylikó) | καρβοξυλική (karvoxylikí) | καρβοξυλικό (karvoxylikó) | καρβοξυλικούς (karvoxylikoús) | καρβοξυλικές (karvoxylikés) | καρβοξυλικά (karvoxyliká) | |
vocative | καρβοξυλικέ (karvoxyliké) | καρβοξυλική (karvoxylikí) | καρβοξυλικό (karvoxylikó) | καρβοξυλικοί (karvoxylikoí) | καρβοξυλικές (karvoxylikés) | καρβοξυλικά (karvoxyliká) |
Synonyms
[edit]- καρβονικός (karvonikós)
Related terms
[edit]- καρβοξυλικό οξύ n (karvoxylikó oxý, “carboxylic acid”)