Jump to content

καρβοξυλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

καρβοξυλικός (karvoxylikósm (feminine καρβοξυλική, neuter καρβοξυλικό)

  1. (chemistry) carboxylic
    Το αιθανικό οξύ είναι ένα καρβονικό οξύ.
    To aithanikó oxý eínai éna karvonikó oxý.
    Acetic acid is a carboxylic acid.

Declension

[edit]
Declension of καρβοξυλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καρβοξυλικός (karvoxylikós) καρβοξυλική (karvoxylikí) καρβοξυλικό (karvoxylikó) καρβοξυλικοί (karvoxylikoí) καρβοξυλικές (karvoxylikés) καρβοξυλικά (karvoxyliká)
genitive καρβοξυλικού (karvoxylikoú) καρβοξυλικής (karvoxylikís) καρβοξυλικού (karvoxylikoú) καρβοξυλικών (karvoxylikón) καρβοξυλικών (karvoxylikón) καρβοξυλικών (karvoxylikón)
accusative καρβοξυλικό (karvoxylikó) καρβοξυλική (karvoxylikí) καρβοξυλικό (karvoxylikó) καρβοξυλικούς (karvoxylikoús) καρβοξυλικές (karvoxylikés) καρβοξυλικά (karvoxyliká)
vocative καρβοξυλικέ (karvoxyliké) καρβοξυλική (karvoxylikí) καρβοξυλικό (karvoxylikó) καρβοξυλικοί (karvoxylikoí) καρβοξυλικές (karvoxylikés) καρβοξυλικά (karvoxyliká)

Synonyms

[edit]
[edit]