Jump to content

καρβονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

καρβονικός (karvonikósm (feminine καρβονική, neuter καρβονικό)

  1. (chemistry) carboxylic

Declension

[edit]
Declension of καρβονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καρβονικός (karvonikós) καρβονική (karvonikí) καρβονικό (karvonikó) καρβονικοί (karvonikoí) καρβονικές (karvonikés) καρβονικά (karvoniká)
genitive καρβονικού (karvonikoú) καρβονικής (karvonikís) καρβονικού (karvonikoú) καρβονικών (karvonikón) καρβονικών (karvonikón) καρβονικών (karvonikón)
accusative καρβονικό (karvonikó) καρβονική (karvonikí) καρβονικό (karvonikó) καρβονικούς (karvonikoús) καρβονικές (karvonikés) καρβονικά (karvoniká)
vocative καρβονικέ (karvoniké) καρβονική (karvonikí) καρβονικό (karvonikó) καρβονικοί (karvonikoí) καρβονικές (karvonikés) καρβονικά (karvoniká)
[edit]

See also

[edit]

Adjective

[edit]

καρβονικός (karvonikós) καρβονική m or f (karvonikí), καρβονικόν n (karvonikón)

  1. Katharevousa form of καρβονικός (karvonikós): carboxylic