καρβονική
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]καρβονική • (karvonikí)
- nominative feminine singular of καρβονικός (karvonikós)
- accusative feminine singular of καρβονικός (karvonikós)
- vocative feminine singular of καρβονικός (karvonikós)
καρβονική • (karvonikí)