καρβοξυλική
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]καρβοξυλική • (karvoxylikí)
- nominative feminine singular of καρβοξυλικός (karvoxylikós)
- accusative feminine singular of καρβοξυλικός (karvoxylikós)
- vocative feminine singular of καρβοξυλικός (karvoxylikós)