υδρόφιλος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Borrowed from French hydrophile, a French-coined term adopted into Greek, equivalent to υδρό- (ydró-, “water, hydro-”) + -φιλος (-filos, “friend of, -phile”). First attested 1888.
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]υδρόφιλος • (ydrófilos) m (feminine υδρόφιλη, neuter υδρόφιλο)
- (chemistry, physics) hydrophilic
- water loving (of wetland plants)
Declension
[edit]Declension of υδρόφιλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υδρόφιλος • | υδρόφιλη • | υδρόφιλο • | υδρόφιλοι • | υδρόφιλες • | υδρόφιλα • |
genitive | υδρόφιλου • | υδρόφιλης • | υδρόφιλου • | υδρόφιλων • | υδρόφιλων • | υδρόφιλων • |
accusative | υδρόφιλο • | υδρόφιλη • | υδρόφιλο • | υδρόφιλους • | υδρόφιλες • | υδρόφιλα • |
vocative | υδρόφιλε • | υδρόφιλη • | υδρόφιλο • | υδρόφιλοι • | υδρόφιλες • | υδρόφιλα • |