ηλεκτροχημικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ηλεκτροχημικός (ilektrochimikósm (feminine ηλεκτροχημική, neuter ηλεκτροχημικό)

  1. (chemistry) electrochemical

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτροχημικός (ilektrochimikós) ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká)
genitive ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) ηλεκτροχημικής (ilektrochimikís) ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón)
accusative ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) ηλεκτροχημικούς (ilektrochimikoús) ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká)
vocative ηλεκτροχημικέ (ilektrochimiké) ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká)
[edit]

Noun

[edit]

ηλεκτροχημικός (ilektrochimikósm or f (plural ηλεκτροχημικοί)

  1. (chemistry) electrochemist

Declension

[edit]
singular plural
nominative ηλεκτροχημικός (ilektrochimikós) ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí)
genitive ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón)
accusative ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) ηλεκτροχημικούς (ilektrochimikoús)
vocative ηλεκτροχημικέ (ilektrochimiké) ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí)

Further reading

[edit]