ηλεκτροχημικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ηλεκτροχημικός • (ilektrochimikós) m (feminine ηλεκτροχημική, neuter ηλεκτροχημικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ηλεκτροχημικός (ilektrochimikós) | ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) | ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) | ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) | ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) | ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká) | |
genitive | ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) | ηλεκτροχημικής (ilektrochimikís) | ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) | ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) | ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) | ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) | |
accusative | ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) | ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) | ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) | ηλεκτροχημικούς (ilektrochimikoús) | ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) | ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká) | |
vocative | ηλεκτροχημικέ (ilektrochimiké) | ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) | ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) | ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) | ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) | ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká) |
Related terms
[edit]- ηλεκτροχημεία f (ilektrochimeía, “electrochemistry”)
- and see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)
Noun
[edit]ηλεκτροχημικός • (ilektrochimikós) m or f (plural ηλεκτροχημικοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροχημικός (ilektrochimikós) | ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) |
genitive | ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) | ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) |
accusative | ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) | ηλεκτροχημικούς (ilektrochimikoús) |
vocative | ηλεκτροχημικέ (ilektrochimiké) | ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) |
Further reading
[edit]- Ηλεκτροχημεία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el