ηλεκτροχημικές
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ηλεκτροχημικές • (ilektrochimikés)
- Nominative, accusative and vocative feminine plural form of ηλεκτροχημικός (ilektrochimikós).
ηλεκτροχημικές • (ilektrochimikés)