Jump to content

αερόβιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αερόβιος (aeróviosm (feminine αερόβια, neuter αερόβιο)

  1. (biology, chemistry) aerobic
    αερόβιος μικροοργανισμόςaeróvios mikroorganismósaerobic microorganism
  2. (physiology, sports) aerobic
    αερόβια άσκησηaeróvia áskisiaerobic exercise

Declension

[edit]
Declension of αερόβιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αερόβιος (aeróvios) αερόβια (aeróvia) αερόβιο (aeróvio) αερόβιοι (aeróvioi) αερόβιες (aeróvies) αερόβια (aeróvia)
genitive αερόβιου (aeróviou) αερόβιας (aeróvias) αερόβιου (aeróviou) αερόβιων (aeróvion) αερόβιων (aeróvion) αερόβιων (aeróvion)
accusative αερόβιο (aeróvio) αερόβια (aeróvia) αερόβιο (aeróvio) αερόβιους (aeróvious) αερόβιες (aeróvies) αερόβια (aeróvia)
vocative αερόβιε (aeróvie) αερόβια (aeróvia) αερόβιο (aeróvio) αερόβιοι (aeróvioi) αερόβιες (aeróvies) αερόβια (aeróvia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αερόβιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αερόβιος, etc.)

Antonyms

[edit]
[edit]