Jump to content

αναερόβιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναερόβιος (anaeróviosm (feminine αναερόβια, neuter αναερόβιο)

  1. anaerobic
    αναερόβια άσκηση
    anaeróvia áskisi
    anaerobic exercise
    αναερόβια μικροοργανισμοί
    anaeróvia mikroorganismoí
    anaerobic microorganisms

Declension

[edit]
Declension of αναερόβιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναερόβιος (anaeróvios) αναερόβια (anaeróvia) αναερόβιο (anaeróvio) αναερόβιοι (anaeróvioi) αναερόβιες (anaeróvies) αναερόβια (anaeróvia)
genitive αναερόβιου (anaeróviou) αναερόβιας (anaeróvias) αναερόβιου (anaeróviou) αναερόβιων (anaeróvion) αναερόβιων (anaeróvion) αναερόβιων (anaeróvion)
accusative αναερόβιο (anaeróvio) αναερόβια (anaeróvia) αναερόβιο (anaeróvio) αναερόβιους (anaeróvious) αναερόβιες (anaeróvies) αναερόβια (anaeróvia)
vocative αναερόβιε (anaeróvie) αναερόβια (anaeróvia) αναερόβιο (anaeróvio) αναερόβιοι (anaeróvioi) αναερόβιες (anaeróvies) αναερόβια (anaeróvia)

Antonyms

[edit]
[edit]