Jump to content

συγκέντρωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συγκέντρωση (sygkéntrosif (plural συγκεντρώσεις)

  1. centralisation (UK), centralization (US)
  2. mental concentration
  3. congregation (large gathering of people)
  4. assembly (legislative body)
  5. (chemistry) concentration
  6. (accounting) accumulation
  7. gathering
    ασχολούμαι με τη συγκέντρωση αποδείξεων για την αθωότητα του κατηγορούμενου
    I am working on gathering evidence for the innocence of the accused

Declension

[edit]
Declension of συγκέντρωση
singular plural
nominative συγκέντρωση (sygkéntrosi) συγκεντρώσεις (sygkentróseis)
genitive συγκέντρωσης (sygkéntrosis) συγκεντρώσεων (sygkentróseon)
accusative συγκέντρωση (sygkéntrosi) συγκεντρώσεις (sygkentróseis)
vocative συγκέντρωση (sygkéntrosi) συγκεντρώσεις (sygkentróseis)

Older or formal genitive singular: συγκεντρώσεως (sygkentróseos)

[edit]