σταθερά Αβογκάντρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]σταθερά Αβογκάντρο • (statherá Avogkántro) f (uncountable)
Declension
[edit]- see: σταθερά (statherá)
Synonyms
[edit]- αριθμός Αβογκάντρο m (arithmós Avogkántro)
Further reading
[edit]- σταθερά Αβογκάντρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el