σταθερά

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σταθερά (statheráf (plural σταθερές)

  1. (mathematics, physics) constant
    σταθερά του Πλανκ (Plank's constant)

Declension

[edit]
singular plural
nominative σταθερά (statherá) σταθερές (statherés)
genitive σταθεράς (statherás) σταθερών (statherón)
accusative σταθερά (statherá) σταθερές (statherés)
vocative σταθερά (statherá) σταθερές (statherés)
[edit]

Further reading

[edit]

Adverb

[edit]

σταθερά (statherá)

  1. steadily

Adjective

[edit]

σταθερά (statherá)

  1. Nominative, accusative and vocative feminine singular form of σταθερός (statherós).
  2. Nominative, accusative and vocative neuter plural form of σταθερός (statherós).