Jump to content

πνικτίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

πνικτίδιο (pniktídion (plural πνικτίδια)

  1. (chemistry) pnictogen, a member of the nitrogen group of elements
    Coordinate terms: άζωτο (ázoto), φωσφόρος (fosfóros), αρσενικό (arsenikó), αντιμόνιο (antimónio), βισμούθιο (vismoúthio), μοσκόβιο (moskóvio)

Declension

[edit]
Declension of πνικτίδιο
singular plural
nominative πνικτίδιο (pniktídio) πνικτίδια (pniktídia)
genitive πνικτιδίου (pniktidíou)
πνικτίδιου (pniktídiou)
πνικτιδίων (pniktidíon)
accusative πνικτίδιο (pniktídio) πνικτίδια (pniktídia)
vocative πνικτίδιο (pniktídio) πνικτίδια (pniktídia)

Coordinate terms

[edit]