πνικτίδιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]πνικτίδιο • (pniktídio) n (plural πνικτίδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πνικτίδιο (pniktídio) | πνικτίδια (pniktídia) |
genitive | πνικτιδίου (pniktidíou) πνικτίδιου (pniktídiou) |
πνικτιδίων (pniktidíon) |
accusative | πνικτίδιο (pniktídio) | πνικτίδια (pniktídia) |
vocative | πνικτίδιο (pniktídio) | πνικτίδια (pniktídia) |