αποκρυστάλλωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποκρυστάλλωση • (apokrystállosi) f (plural αποκρυσταλλώσεις)
- (literal, figurative) crystallisation (UK), crystallization (US)
- (chemistry) recrystallisation (UK), recrystallization (US)
Declension
[edit]Declension of αποκρυστάλλωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποκρυστάλλωση • | αποκρυσταλλώσεις • | |
genitive | αποκρυστάλλωσης • | αποκρυσταλλώσεων • | |
accusative | αποκρυστάλλωση • | αποκρυσταλλώσεις • | |
vocative | αποκρυστάλλωση • | αποκρυσταλλώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποκρυσταλλώσεως • |
Synonyms
[edit]- αποκρυστάλλωμα n (apokrystálloma)
Related terms
[edit]- see: αποκρυσταλλώνω (apokrystallóno, “I crystallise”)