ανόργανος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανόργανος (anórganosm (feminine ανόργανη, neuter ανόργανο)

  1. (chemistry) inorganic
    Antonym: οργανικός (organikós)
    ανόργανη χημείαanórgani chimeíainorganic chemistry

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανόργανος (anórganos) ανόργανη (anórgani) ανόργανο (anórgano) ανόργανοι (anórganoi) ανόργανες (anórganes) ανόργανα (anórgana)
genitive ανόργανου (anórganou) ανόργανης (anórganis) ανόργανου (anórganou) ανόργανων (anórganon) ανόργανων (anórganon) ανόργανων (anórganon)
accusative ανόργανο (anórgano) ανόργανη (anórgani) ανόργανο (anórgano) ανόργανους (anórganous) ανόργανες (anórganes) ανόργανα (anórgana)
vocative ανόργανε (anórgane) ανόργανη (anórgani) ανόργανο (anórgano) ανόργανοι (anórganoi) ανόργανες (anórganes) ανόργανα (anórgana)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανόργανος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανόργανος, etc.)

Further reading

[edit]