Jump to content

αμμωνιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμμωνιακός (ammoniakósm (feminine αμμωνιακή, neuter αμμωνιακό)

  1. (chemistry) ammoniacal

Declension

[edit]
Declension of αμμωνιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμμωνιακός (ammoniakós) αμμωνιακή (ammoniakí) αμμωνιακό (ammoniakó) αμμωνιακοί (ammoniakoí) αμμωνιακές (ammoniakés) αμμωνιακά (ammoniaká)
genitive αμμωνιακού (ammoniakoú) αμμωνιακής (ammoniakís) αμμωνιακού (ammoniakoú) αμμωνιακών (ammoniakón) αμμωνιακών (ammoniakón) αμμωνιακών (ammoniakón)
accusative αμμωνιακό (ammoniakó) αμμωνιακή (ammoniakí) αμμωνιακό (ammoniakó) αμμωνιακούς (ammoniakoús) αμμωνιακές (ammoniakés) αμμωνιακά (ammoniaká)
vocative αμμωνιακέ (ammoniaké) αμμωνιακή (ammoniakí) αμμωνιακό (ammoniakó) αμμωνιακοί (ammoniakoí) αμμωνιακές (ammoniakés) αμμωνιακά (ammoniaká)
[edit]

Further reading

[edit]