αμμωνιακός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αμμωνιακός • (ammoniakós) m (feminine αμμωνιακή, neuter αμμωνιακό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμμωνιακός (ammoniakós) | αμμωνιακή (ammoniakí) | αμμωνιακό (ammoniakó) | αμμωνιακοί (ammoniakoí) | αμμωνιακές (ammoniakés) | αμμωνιακά (ammoniaká) | |
genitive | αμμωνιακού (ammoniakoú) | αμμωνιακής (ammoniakís) | αμμωνιακού (ammoniakoú) | αμμωνιακών (ammoniakón) | αμμωνιακών (ammoniakón) | αμμωνιακών (ammoniakón) | |
accusative | αμμωνιακό (ammoniakó) | αμμωνιακή (ammoniakí) | αμμωνιακό (ammoniakó) | αμμωνιακούς (ammoniakoús) | αμμωνιακές (ammoniakés) | αμμωνιακά (ammoniaká) | |
vocative | αμμωνιακέ (ammoniaké) | αμμωνιακή (ammoniakí) | αμμωνιακό (ammoniakó) | αμμωνιακοί (ammoniakoí) | αμμωνιακές (ammoniakés) | αμμωνιακά (ammoniaká) |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- Αμμωνία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el