αμμωνιακή
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αμμωνιακή • (ammoniakí)
- nominative feminine singular of αμμωνιακός (ammoniakós)
- accusative feminine singular of αμμωνιακός (ammoniakós)
- vocative feminine singular of αμμωνιακός (ammoniakós)
αμμωνιακή • (ammoniakí)