Jump to content

διττανθρακικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

διττανθρακικός (dittanthrakikósm (feminine διττανθρακική, neuter διττανθρακικό)

  1. (chemistry) bicarbonate, hydrogen carbonate
    διττανθρακικό νάτριοdittanthrakikó nátriosodium bicarbonate

Declension

[edit]
Declension of διττανθρακικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διττανθρακικός (dittanthrakikós) διττανθρακική (dittanthrakikí) διττανθρακικό (dittanthrakikó) διττανθρακικοί (dittanthrakikoí) διττανθρακικές (dittanthrakikés) διττανθρακικά (dittanthrakiká)
genitive διττανθρακικού (dittanthrakikoú) διττανθρακικής (dittanthrakikís) διττανθρακικού (dittanthrakikoú) διττανθρακικών (dittanthrakikón) διττανθρακικών (dittanthrakikón) διττανθρακικών (dittanthrakikón)
accusative διττανθρακικό (dittanthrakikó) διττανθρακική (dittanthrakikí) διττανθρακικό (dittanthrakikó) διττανθρακικούς (dittanthrakikoús) διττανθρακικές (dittanthrakikés) διττανθρακικά (dittanthrakiká)
vocative διττανθρακικέ (dittanthrakiké) διττανθρακική (dittanthrakikí) διττανθρακικό (dittanthrakikó) διττανθρακικοί (dittanthrakikoí) διττανθρακικές (dittanthrakikés) διττανθρακικά (dittanthrakiká)

Derived terms

[edit]