User:Saltmarsh/Phrasebook
Appearance
ToDo - Sandbox - S0 - S1 - T - T1 - Cat - Cat1 - Cat2 - CSS (common / monobook / vector) - Αλφάβητο - Declension - Lists - Model pages - Parameters - Phrasebook - Sampler text - Sampler colour - Signature - Voc - menu
{{el-pbook-index}}
- Greek phrasebook sections
Cleaning
[edit]- πλένω τα πιάτα • (“to wash the plates”)
- λάντζα • f (“washing up, sink”)
- πανί για πιάτα • (“dishcloth”)
- πλύσιμο των πιάτων • (“washing up”)
- υγρό απορρυπαντικό • (“washing up liquid”)
- απορρυπαντικό • (“detergent”)
- άπλυτα • (“dirty washing”)
- πλυντήριο • n (“washer (machine)”)
- πλυντήριο ρούχων • n (“washing machine”)
- πλυντήριο πιάτων • (“dishwasher”)
- απορρυπαντικό σε σκόνη • (“washing powder”)
- σκοινί για τη μπουγάδα • (“washing line”)
- απορρυπαντικό πλυντηρίου • (“laundry detergent”)
- υγρό πλυντηρίου • (“laundry liquid”)
- μαλακτικό ρούχων • (“fabric softener”)
aa
[edit]- αρακάς λαδερός • (“peas cooked in oil with other vegetables”)
- αρνάκι τας κεμπάπ • (“lamb cooked in a tomato sauce”)
- αρνάκι φρικασέ με μαρούλια • (“lamb cooked in a tomato sauce”)
- αυγό •, αβγό • (“egg”)
- αυγολέμονο • (“egg & lemon sauce”)
- γεμιστός • (“stuffed”)
- ελληνική σαλάτα • (“Greek salad”)
- εξοχικός • (“in paper, foil or pastry”)
- κοκκινιστός • (“in tomato sauce”)
- κοκορέτσι • (“kokoretsi”)
- κοτομπουκιά • (“chicken nugget”)
- κουλούρι • (“bagel koulouri”)
- κουρκούτι • (“batter”)
- λαδερός • (“cooked in oil (commonly includes peas)”)
- με • (“with”)
- μεζές • (“meze, tapas”) μεζέδες •
- μπανάνα σπλιτ • (“banana split”)
- μπεσαμέλ • (“bechamel”)
- μπουγιαμπέσα • (“bouillabaisse”)
- μπούτι • (“leg, haunch”)
- μπριζόλα • (“steak, cutlet, chop”)
- ντολμάς • (“dolma”) ντολμάδες •
- ορεκτικό • (“starter”)
- παπουτσάκια • (“stuffed aubergine”)
- πίτα • (“pie, pita bread”)
- ρεβιθάδα • (“chickpea bake”)
- ρεβυθοκεφτές • (“chickpea ball”)
- σαγανάκι • (“fried cheese”)
- σάλτσα • (“sauce, salsa”) σος •
- σκορδόψωμο • (“garlic bread”)
- σος • (“sauce”) σάλτσα •
- σουβλάκι • (“souvlaki”)
- σούπα • (“soup”)
- στο φούρνο • (“roast, baked in the oven”)
- τας κεμπάπ • (“in tomato sauce”)
- της σούβλας • (“on a spit”)
- της σούβλας • (“spit roast”)
- χούμους • (“humus, chickpea dip”) ρεβιθοσαλάτα •
- χωριάτικη σαλάτα • (“Greek salad”)
- … βραστό • (“hard-boiled”)
- … μάτια • (“fried”)
- … ποσέ • (“poached”)
- … σφιχτό • (“hard-boiled”)
- … τηγανητό • (“fried”)
- … χτυπητά • (“scrambled egg”)
The organs
- αδένας • m (“gland”)
- αίμα • n (“blood”)
- αμυγδαλή • f (“tonsil”)
- αρτηρία • f (“artery”)
- γνάθος • f (“jawbone”)
- εγκέφαλος • m (“brain”)
- ήπαρ • n (“liver”)
- καρδιά • f (“heart”)
- κύστη • f (“bladder”)
- μήτρα • f (“womb”)
- μυαλό • n (“brain”)
- μυς • m (“muscle”)
- νεύρο • n (“nerve”)
- νεφρός • m (“kidney”)
- όργανο • n (“organ”)
- πνεύμονας • m (“lung”)
- φλέβα • f (“vein”)
- φούσκα • f (“bladder”)
The body 2
- αγκύλη • f (“joint”)
- αντίχειρας • m (“thumb”)
- άρθρωση • f (“joint”)
- βλεφαρίδα • f (“eyelash”)
- γλουτός • m (“buttock”)
- δέρμα • n (“skin”)
- θηλή • f (“nipple”)
- ίρις • f (“iris”)
- ισχίο • Lua error in Module:gender_and_number at line 92: The tag "hip" in the gender specification "hip" is not valid. See Module:gender and number for a list of valid tags. (“n”)!!!!
- καλάμι • n (“shin”)!!!!
- κερκίδα • f (“radius”)
- κλείδα • f (“clavicle, collarbone”) κλείδωση ώμου
- κλείδωση • f (“joint”)
- κνήμη • f (“tibia, shin”)!!!
- κοιλία • f (“stomach”)
- κόλον • class olon (“n”)
- κρανίο • n (“cranium”)
- λάρυγγας • m (“larynx”)
- λεκάνη • f (“pelvis”)
- μαστός • m (“breast”)
- μασχάλη • f (“armpit”)
- μπούτι • n (“thigh”)
- μπράτσο • n (“upper arm”)
- οστό • n (“bone”)
- πλάτη • f (“back”)
- ποδάρι • n (“leg”)
- ράχη • f (“spine”)
- σκελετός • m (“skeleton”)
- σπόνδυλος • m (“vertebra”)
- στέρνο • n (“chest”)
- στομάχι • n (“stomach”)!!!!
- συκώτι • n (“liver”)!!!!
- σώμα • n (“body”)
- φρύδι • n (“eyebrow”)
- φτέρνα • f (“heel”)
- χείλι • n (“lip”)
- ωλένη • f (“ulna”)
- ωλένη • f (“ulna”)
A
[edit]English | Greek |
---|---|
absinthe | αψέντι n (apsénti) |
beer | μπύρα f (býra), μπίρα f (bíra) |
beer | ζύθος m (zýthos) |
brandy | μπράντι n (bránti), μπράντυ n (bránty) |
brandy | κονιάκ n (koniák) |
champagne | σαμπάνια f (sampánia) |
cocktail | κοκτέιλ n (koktéil) |
dry (wine) | ξηρό κρασί n (xiró krasí) |
gin | τζιν n (tzin) |
glass of wine | ποτήρι κρασί n (potíri krasí) |
grappa | γκράπα f (gkrápa) |
half kilo | μισό κιλό n (misó kiló) |
kilo (litre) of wine | ένα κιλό κρασί n (éna kiló krasí) |
liqueur | λικέρ n (likér) |
ouzo | ούζο n (oúzo) |
quarter kilo | τέταρτο κιλό n (tétarto kiló) |
raki | ρακή f (rakí), ρακί f (rakí) |
red wine | κόκκινο κρασί n (kókkino krasí) |
retsina | ρετσίνα f (retsína) |
rose (wine) | ροζέ κρασί n (rozé krasí) |
rum | ρούμι n (roúmi) |
sparkling wine | αφρώδες κρασί n (afródes krasí) |
sparkling wine | αφρώδης οίνος m (afródis oínos) |
sweet (wine) | γλυκό (glykó) |
tentura | τεντούρα f (tentoúra) |
tsipouro | τσίπουρο n (tsípouro) |
vermouth | βερμούτ n (vermoút) |
vodka | βότκα f (vótka) |
whisky | ουίσκι n (ouíski) |
white (wine) | λευκό (lefkó) |
wine | κρασί n (krasí) |
wine | οίνος m (oínos) |
wine list | λίστα των κρασιών f (lísta ton krasión) |
β
[edit]- λεωφορείο n (leoforeío, “bus”)
- σιδηρόδρομος m (sidiródromos, “railway”)
- πρακτορείο n (praktoreío, “agents, agency”)
- εισιτήριο n (eisitírio, “ticket”)
- εισιτήριο μετ' επιστροφής n (eisitírio met' epistrofís, “return ticket”)
- or: εισιτήριο επιστροφής n (eisitírio epistrofís, “return ticket”)
- απλό εισιτήριο n (apló eisitírio, “one-way ticket”)
- ναύλος m (návlos, “fare - ticket price”)
- μισό n (misó, “half”)
- εισιτήριο διαρκείας n (eisitírio diarkeías, “season ticket”)
- σταθμός m (stathmós, “stop, station”)
- σιδηροδρομικός σταθμός m (sidirodromikós stathmós, “railway station, train station”)
- σταθμός λεωφορείων m (stathmós leoforeíon, “bus station”)
- βρίσκω (vrísko, “I find”)
- ψάχνω (psáchno, “I look for”)
- θέλω (thélo, “I want”)
-
- λεωφορείο n (leoforeío, “bus”)
- υπεραστικό λεωφορείο n (yperastikó leoforeío, “long-distance, intercity bus”)
- στάση λεωφορείου f (stási leoforeíou, “bus stop”)
- ποιο λεωφορείο …; (poio leoforeío …?, “which bus …?”)
- το λεωφορείο για την Αθήνα (to leoforeío gia tin Athína, “the bus for Athens”)
- Τι αριθμό έχει το λεωφορείο για την Αθήνα; (Ti arithmó échei to leoforeío gia tin Athína;, “What number is the bus to Athens?”)
γ
[edit]Numerals
[edit]- 0 μηδέν (midén)
- 1 ένας m (énas)
- 1 μια f (mia)
- 1 ένα n (éna)
- 2 δύο (dýo)
- 3 τρεις m or f (treis)
- 3 τρία n (tría)
- 4 τέσσερις m or f (tésseris)
- 4 τέσσερα n (téssera)
- 5 πέντε (pénte)
- 6 έξι (éxi)
- 7 επτά (eptá)
- 8 οκτώ (októ)
- 9 εννέα (ennéa)
- 10 δέκα (déka)
- 11 ένδεκα (éndeka)
- 12 δώδεκα (dódeka)
- 13 δεκατρία (dekatría)