εισιτήριο διαρκείας
Jump to navigation
Jump to search
See also: εισιτήριο διάρκειας
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- εισιτήριο διάρκειας (eisitírio diárkeias)
Etymology
[edit]Literally, "duration ticket".
Noun
[edit]εισιτήριο διαρκείας • (eisitírio diarkeías) n (plural εισιτήρια διαρκείας)