εισιτήρια διαρκείας
Appearance
See also: εισιτήρια διάρκειας
Greek
[edit]Noun
[edit]εισιτήρια διαρκείας • (eisitíria diarkeías) n
- nominative/accusative/vocative plural of εισιτήριο διαρκείας (eisitírio diarkeías)
εισιτήρια διαρκείας • (eisitíria diarkeías) n