Jump to content

σαμπάνια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Borrowed from French champagne.

Noun

[edit]

σαμπάνια (sampániaf (plural σαμπάνιες)

  1. champagne

Declension

[edit]
Declension of σαμπάνια
singular plural
nominative σαμπάνια (sampánia) σαμπάνιες (sampánies)
genitive σαμπάνιας (sampánias) -
accusative σαμπάνια (sampánia) σαμπάνιες (sampánies)
vocative σαμπάνια (sampánia) σαμπάνιες (sampánies)

Derived terms

[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]