Jump to content

πρακτορείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

πρακτορείο (praktoreíon (plural πρακτορεία)

  1. bureau, agency

Declension

[edit]
Declension of πρακτορείο
singular plural
nominative πρακτορείο (praktoreío) πρακτορεία (praktoreía)
genitive πρακτορείου (praktoreíou) πρακτορείων (praktoreíon)
accusative πρακτορείο (praktoreío) πρακτορεία (praktoreía)
vocative πρακτορείο (praktoreío) πρακτορεία (praktoreía)