πρακτορείο
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]πρακτορείο • (praktoreío) n (plural πρακτορεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρακτορείο (praktoreío) | πρακτορεία (praktoreía) |
genitive | πρακτορείου (praktoreíou) | πρακτορείων (praktoreíon) |
accusative | πρακτορείο (praktoreío) | πρακτορεία (praktoreía) |
vocative | πρακτορείο (praktoreío) | πρακτορεία (praktoreía) |