From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation
Jump to search
IPA (key ) : /hɛː.ní.ka/ → /iˈni.ka/ → /iˈni.ka/
ἡνίκᾰ • (hēníka )
at which time , when
since
whenever
ἡνίκ’ ἄν ( hēník’ án , “ whenever (in the future) ” )
type
interrogative
indefinite
(medial) demonstrative
proximal demonstrative
distal demonstrative
relative
indefinite relative
identity
other
basic
τίς
τις , ἔνιοι
†ὁ , οὗτος
ὅδε
ἐκεῖνος
ὅς
ὅστις
ὁ αὐτός (αὑτός ), ὁμός
ἕτερος , ἄλλος
dual
πότερος
πότερος , ποτερός
ὁπότερος
quality
ποῖος
ποιός
†τοῖος , τοιοῦτος
τοιόσδε
οἷος
ὁποῖος
ὅμοιος
ἑτεροῖος , ἀλλοῖος
quantity
πόσος
ποσός
†τόσος , τοσοῦτος
τοσόσδε
ὅσος
ὁπόσος
manner
πῶς
πως
†τώς , †ὥς , οὕτως
ὧδε
ὡς
ὅπως
ὁμῶς
ἑτέρως , ἄλλως
method, path, place
πῇ
πῃ
τῇ , ταύτῃ
τῇδε
ἐκείνῃ
ᾗ
ὅπῃ
ἄλλῃ
place
ποῦ , †πόθι
που , †ποθι
ἐνταῦθα
ἐνθάδε
ἐκεῖ , ἔνθα , †ἐκεῖθι
οὗ , ἔνθα , †ὅθι
ὅπου , †ὁπόθι
αὐτόθι , ὁμοῦ
ἄλλοθι
source
πόθεν
ποθεν
†τόθεν , ἔνθεν , ἐντεῦθεν
ἐνθένδε
ἐκεῖθεν
ὅθεν
ὁπόθεν
†ὁμόθεν
ἄλλοθεν
destination
ποῖ , †πόσε
ποι
ἔνθα , ἐνταῦθα
ἐνθάδε , δεῦρο
ἐκεῖσε
οἷ
ὅποι , †ὁπόσε
αὐτόσε , ὁμόσε
ἄλλοσε
time
πότε , πῆμος
ποτέ , ποτε , τοτέ , ἐνίοτε
τότε , τῆμος
τημόσδε
ὅτε , ἦμος
ὁπότε , †ὁππῆμος
ἅμα
ἄλλοτε
exact time
πηνίκα
†τηνίκα , τηνικαῦτα
τηνικάδε
ἡνίκα
ὁπηνίκα
αὐτίκα
duration of time
τέως
ἕως
size, age
πηλίκος
πηλίκος
†τηλίκος , τηλικοῦτος
τηλικόσδε
ἡλίκος
ὁπηλίκος
ὁμῆλιξ
repetition
ποσάκις , ποσίνδα
ποσάκις
τουτάκις , τοσάκις
†ὁσάκις ὁποσάκις
ὁποσάκις
multiplication
ποσαπλάσιος
ὁσαπλάσιος , ὁσαπλασίων
order
πόστος
ποστός
ὁπόστος
† Forms rarely or never used in Classical Attic prose Relative also used in exclamations; either relative or indefinite relative used in indirect questions.
“ἡνίκα ”, in Autenrieth, Georg (1891 ) A Homeric Dictionary for Schools and Colleges , New York: Harper and Brothers
ἡνίκα in Bailly, Anatole (1935 ) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français , Paris: Hachette
ἡνίκα in Cunliffe, Richard J. (1924 ) A Lexicon of the Homeric Dialect: Expanded Edition , Norman: University of Oklahoma Press, published 1963
“ἡνίκα ”, in Liddell & Scott (1940 ) A Greek–English Lexicon , Oxford: Clarendon Press
G2259 in Strong, James (1979 ) Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible
Woodhouse, S. C. (1910 ) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language [1] , London: Routledge & Kegan Paul Limited . as idem, page 42.when idem, page 975.