Form of τότε ( tóte ) with altered accent.
IPA (key ) : /to.té/ → /toˈte/ → /toˈte/
τοτέ • (toté )
at times , now and then
τοτὲ μὲν… τοτὲ δὲ…totè mèn… totè dè…at one time… at another…
type
interrogative
indefinite
(medial) demonstrative
proximal demonstrative
distal demonstrative
relative
indefinite relative
identity
other
basic
τίς
τις , ἔνιοι
†ὁ , οὗτος
ὅδε
ἐκεῖνος
ὅς
ὅστις
ὁ αὐτός (αὑτός ), ὁμός
ἕτερος , ἄλλος
dual
πότερος
πότερος , ποτερός
ὁπότερος
quality
ποῖος
ποιός
†τοῖος , τοιοῦτος
τοιόσδε
οἷος
ὁποῖος
ὅμοιος
ἑτεροῖος , ἀλλοῖος
quantity
πόσος
ποσός
†τόσος , τοσοῦτος
τοσόσδε
ὅσος
ὁπόσος
manner
πῶς
πως
†τώς , †ὥς , οὕτως
ὧδε
ὡς
ὅπως
ὁμῶς
ἑτέρως , ἄλλως
method, path, place
πῇ
πῃ
τῇ , ταύτῃ
τῇδε
ἐκείνῃ
ᾗ
ὅπῃ
ἄλλῃ
place
ποῦ , †πόθι
που , †ποθι
ἐνταῦθα
ἐνθάδε
ἐκεῖ , ἔνθα , †ἐκεῖθι
οὗ , ἔνθα , †ὅθι
ὅπου , †ὁπόθι
αὐτόθι , ὁμοῦ
ἄλλοθι
source
πόθεν
ποθεν
†τόθεν , ἔνθεν , ἐντεῦθεν
ἐνθένδε
ἐκεῖθεν
ὅθεν
ὁπόθεν
†ὁμόθεν
ἄλλοθεν
destination
ποῖ , †πόσε
ποι
ἔνθα , ἐνταῦθα
ἐνθάδε , δεῦρο
ἐκεῖσε
οἷ
ὅποι , †ὁπόσε
αὐτόσε , ὁμόσε
ἄλλοσε
time
πότε , πῆμος
ποτέ , ποτε , τοτέ , ἐνίοτε
τότε , τῆμος
τημόσδε
ὅτε , ἦμος
ὁπότε , †ὁππῆμος
ἅμα
ἄλλοτε
exact time
πηνίκα
†τηνίκα , τηνικαῦτα
τηνικάδε
ἡνίκα
ὁπηνίκα
αὐτίκα
duration of time
τέως
ἕως
size, age
πηλίκος
πηλίκος
†τηλίκος , τηλικοῦτος
τηλικόσδε
ἡλίκος
ὁπηλίκος
ὁμῆλιξ
repetition
ποσάκις , ποσίνδα
ποσάκις
τουτάκις , τοσάκις
†ὁσάκις ὁποσάκις
ὁποσάκις
multiplication
ποσαπλάσιος
ὁσαπλάσιος , ὁσαπλασίων
order
πόστος
ποστός
ὁπόστος
† Forms rarely or never used in Classical Attic prose Relative also used in exclamations; either relative or indefinite relative used in indirect questions.