Jump to content

Appendix:Geologic timescale (Greek)

From Wiktionary, the free dictionary

Greek adjectives for Geological periods

[edit]
μεγααιώνας (megaaiónas) (eon) αιώνας (aiónas) (era) περίοδος (períodos) (period) εποχή (epochí) (epoch)
φανεροζωικός (fanerozoïkós) (Phanerozoic) καινοζωικός (kainozoïkós) (Cenozoic) τεταρτογενής (tetartogenís) (Quaternary) ολόκαινος (olókainos) (Holocene)
πλειστόκαινος (pleistókainos) (Pleistocene)
νεογενής (neogenís) (Neogene) πλειόκαινος (pleiókainos) (Pliocene)
μειόκαινος (meiókainos) (Miocene)
παλαιογενής (palaiogenís) (Paleogene) ολιγόκαινος (oligókainos) (Oligocene)
ηώκαινος (iókainos) (Eocene)
παλαιόκαινος (palaiókainos) (Paleocene)
μεσοζωικός (mesozoïkós) (Mesozoic) κρητιδικός (kritidikós) (Cretaceous)
ιουράσιος (iourásios) (Jurassic)
τριαδικός (triadikós) (Triassic)
παλαιοζωικός (palaiozoïkós) (Paleozoic) πέρμιος (pérmios) (Permian)
λιθανθρακοφόρος (lithanthrakofóros) (Carboniferous)
δεβόνιος (devónios) (Devonian)
σιλούριος (siloúrios) (Silurian)
ορδοβίκιος (ordovíkios) (Ordovician)
κάμβριος (kámvrios) (Cambrian)
προτεροζωικός (proterozoïkós) (Proterozoic) νεοπροτεροζωικός (neoproterozoïkós) (Neoproterozoic)
μεσοπροτεροζωικός (mesoproterozoïkós) (Mesoproterozoic)
παλαιοπροτεροζωικός (palaioproterozoïkós) (Paleoproterozoic)
αρχαιοζωικός (archaiozoïkós) (Archaean) νεοαρχαιοζωικός (neoarchaiozoïkós) (Neoarchean)
μεσοαρχαιοζωικός (mesoarchaiozoïkós) (Mesoarchean)
παλαιοαρχαιοζωικός (palaioarchaiozoïkós) (Paleoarchean)
ηωαρχαιοζωικός (ioarchaiozoïkós) (Eoarchean)
καταρχαιοζωικός (katarchaiozoïkós) (Hadean)