Jump to content

νεοπροτεροζωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

νεοπροτεροζωικός (neoproterozoïkósm (feminine νεοπροτεροζωική, neuter νεοπροτεροζωικό)

  1. (geology) Neoproterozoic

Declension

[edit]
Declension of νεοπροτεροζωικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative νεοπροτεροζωικός (neoproterozoïkós) νεοπροτεροζωική (neoproterozoïkí) νεοπροτεροζωικό (neoproterozoïkó) νεοπροτεροζωικοί (neoproterozoïkoí) νεοπροτεροζωικές (neoproterozoïkés) νεοπροτεροζωικά (neoproterozoïká)
genitive νεοπροτεροζωικού (neoproterozoïkoú) νεοπροτεροζωικής (neoproterozoïkís) νεοπροτεροζωικού (neoproterozoïkoú) νεοπροτεροζωικών (neoproterozoïkón) νεοπροτεροζωικών (neoproterozoïkón) νεοπροτεροζωικών (neoproterozoïkón)
accusative νεοπροτεροζωικό (neoproterozoïkó) νεοπροτεροζωική (neoproterozoïkí) νεοπροτεροζωικό (neoproterozoïkó) νεοπροτεροζωικούς (neoproterozoïkoús) νεοπροτεροζωικές (neoproterozoïkés) νεοπροτεροζωικά (neoproterozoïká)
vocative νεοπροτεροζωικέ (neoproterozoïké) νεοπροτεροζωική (neoproterozoïkí) νεοπροτεροζωικό (neoproterozoïkó) νεοπροτεροζωικοί (neoproterozoïkoí) νεοπροτεροζωικές (neoproterozoïkés) νεοπροτεροζωικά (neoproterozoïká)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]