ολιγόκαινος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ολιγόκαινος • (oligókainos) m (feminine ολιγόκαινη, neuter ολιγόκαινο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ολιγόκαινος • | ολιγόκαινος • ολιγόκαινη • |
ολιγόκαινο • | ολιγόκαινοι • | ολιγόκαινοι • ολιγόκαινες • |
ολιγόκαινα • | |
genitive | ολιγόκαινου • | ολιγόκαινου • ολιγόκαινης • |
ολιγόκαινου • | ολιγόκαινων • | ολιγόκαινων • | ολιγόκαινων • | |
accusative | ολιγόκαινο • | ολιγόκαινο • ολιγόκαινη • |
ολιγόκαινο • | ολιγόκαινους • | ολιγόκαινους • ολιγόκαινες • |
ολιγόκαινα • | |
vocative | ολιγόκαινε • | ολιγόκαινε • ολιγόκαινη • |
ολιγόκαινο • | ολιγόκαινοι • | ολιγόκαινοι • ολιγόκαινες • |
ολιγόκαινα • |
Related terms
[edit]- Ολιγόκαινο n (Oligókaino, “(the) Oligocene”)