Jump to content

αρχαιοζωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρχαιοζωικός (archaiozoïkósm (feminine αρχαιοζωική, neuter αρχαιοζωικό)

  1. (geology) Archaean
    αρχαιοζωικός αιώναςarchaiozoïkós aiónasArchaean eon
    αρχαιοζωικός μεγααιώναςarchaiozoïkós megaaiónasArchaean eon

Declension

[edit]
Declension of αρχαιοζωικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχαιοζωικός (archaiozoïkós) αρχαιοζωική (archaiozoïkí) αρχαιοζωικό (archaiozoïkó) αρχαιοζωικοί (archaiozoïkoí) αρχαιοζωικές (archaiozoïkés) αρχαιοζωικά (archaiozoïká)
genitive αρχαιοζωικού (archaiozoïkoú) αρχαιοζωικής (archaiozoïkís) αρχαιοζωικού (archaiozoïkoú) αρχαιοζωικών (archaiozoïkón) αρχαιοζωικών (archaiozoïkón) αρχαιοζωικών (archaiozoïkón)
accusative αρχαιοζωικό (archaiozoïkó) αρχαιοζωική (archaiozoïkí) αρχαιοζωικό (archaiozoïkó) αρχαιοζωικούς (archaiozoïkoús) αρχαιοζωικές (archaiozoïkés) αρχαιοζωικά (archaiozoïká)
vocative αρχαιοζωικέ (archaiozoïké) αρχαιοζωική (archaiozoïkí) αρχαιοζωικό (archaiozoïkó) αρχαιοζωικοί (archaiozoïkoí) αρχαιοζωικές (archaiozoïkés) αρχαιοζωικά (archaiozoïká)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]