Jump to content

Αρχαιοζωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

Αρχαιοζωικός (Archaiozoïkósm (uncountable)

  1. (geology) Archaean
    Ο Αρχαιοζωικός ήταν από 2,5 δισεκατομμύριο έως 4 δισεκατομμύρια χρόνια.
    O Archaiozoïkós ítan apó 2,5 disekatommýrio éos 4 disekatommýria chrónia.
    The Archaean was from 2.5 billion to 4 billion years ago.

Declension

[edit]
singular
nominative Αρχαιοζωικός (Archaiozoïkós)
genitive Αρχαιοζωικού (Archaiozoïkoú)
accusative Αρχαιοζωικό (Archaiozoïkó)
vocative Αρχαιοζωικέ (Archaiozoïké)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]