Jump to content

καταρχαιοζωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

κατα- (kata-, pre-) +‎ αρχαιοζωικός (archaiozoïkós, Archaean)

Adjective

[edit]

καταρχαιοζωικός (katarchaiozoïkósm (feminine καταρχαιοζωική, neuter καταρχαιοζωικό)

  1. (geology) Hadean
    καταρχαιοζωικός αιώναςkatarchaiozoïkós aiónasHadean eon
    καταρχαιοζωικός μεγααιώναςkatarchaiozoïkós megaaiónasHadean eon

Declension

[edit]
Declension of καταρχαιοζωικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταρχαιοζωικός (katarchaiozoïkós) καταρχαιοζωική (katarchaiozoïkí) καταρχαιοζωικό (katarchaiozoïkó) καταρχαιοζωικοί (katarchaiozoïkoí) καταρχαιοζωικές (katarchaiozoïkés) καταρχαιοζωικά (katarchaiozoïká)
genitive καταρχαιοζωικού (katarchaiozoïkoú) καταρχαιοζωικής (katarchaiozoïkís) καταρχαιοζωικού (katarchaiozoïkoú) καταρχαιοζωικών (katarchaiozoïkón) καταρχαιοζωικών (katarchaiozoïkón) καταρχαιοζωικών (katarchaiozoïkón)
accusative καταρχαιοζωικό (katarchaiozoïkó) καταρχαιοζωική (katarchaiozoïkí) καταρχαιοζωικό (katarchaiozoïkó) καταρχαιοζωικούς (katarchaiozoïkoús) καταρχαιοζωικές (katarchaiozoïkés) καταρχαιοζωικά (katarchaiozoïká)
vocative καταρχαιοζωικέ (katarchaiozoïké) καταρχαιοζωική (katarchaiozoïkí) καταρχαιοζωικό (katarchaiozoïkó) καταρχαιοζωικοί (katarchaiozoïkoí) καταρχαιοζωικές (katarchaiozoïkés) καταρχαιοζωικά (katarchaiozoïká)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]