καταρχαιοζωικός
Appearance
See also: Καταρχαιοζωικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]κατα- (kata-, “pre-”) + αρχαιοζωικός (archaiozoïkós, “Archaean”)
Adjective
[edit]καταρχαιοζωικός • (katarchaiozoïkós) m (feminine καταρχαιοζωική, neuter καταρχαιοζωικό)
- (geology) Hadean
- καταρχαιοζωικός αιώνας ― katarchaiozoïkós aiónas ― Hadean eon
- καταρχαιοζωικός μεγααιώνας ― katarchaiozoïkós megaaiónas ― Hadean eon
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καταρχαιοζωικός (katarchaiozoïkós) | καταρχαιοζωική (katarchaiozoïkí) | καταρχαιοζωικό (katarchaiozoïkó) | καταρχαιοζωικοί (katarchaiozoïkoí) | καταρχαιοζωικές (katarchaiozoïkés) | καταρχαιοζωικά (katarchaiozoïká) | |
genitive | καταρχαιοζωικού (katarchaiozoïkoú) | καταρχαιοζωικής (katarchaiozoïkís) | καταρχαιοζωικού (katarchaiozoïkoú) | καταρχαιοζωικών (katarchaiozoïkón) | καταρχαιοζωικών (katarchaiozoïkón) | καταρχαιοζωικών (katarchaiozoïkón) | |
accusative | καταρχαιοζωικό (katarchaiozoïkó) | καταρχαιοζωική (katarchaiozoïkí) | καταρχαιοζωικό (katarchaiozoïkó) | καταρχαιοζωικούς (katarchaiozoïkoús) | καταρχαιοζωικές (katarchaiozoïkés) | καταρχαιοζωικά (katarchaiozoïká) | |
vocative | καταρχαιοζωικέ (katarchaiozoïké) | καταρχαιοζωική (katarchaiozoïkí) | καταρχαιοζωικό (katarchaiozoïkó) | καταρχαιοζωικοί (katarchaiozoïkoí) | καταρχαιοζωικές (katarchaiozoïkés) | καταρχαιοζωικά (katarchaiozoïká) |
Related terms
[edit]- Καταρχαιοζωικός m (Katarchaiozoïkós, “(the) Hadean”)
See also
[edit]Further reading
[edit]- Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el