Καταρχαιοζωικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: καταρχαιοζωικός
Greek
[edit]Noun
[edit]Καταρχαιοζωικός • (Katarchaiozoïkós) m (uncountable)
- (geology) Hadean
- Ο Καταρχαιοζωικός δεν έχει συμφωνηθεί ακόμα το κατώτατο όριό του.
- O Katarchaiozoïkós den échei symfonitheí akóma to katótato órió tou.
- The Hadean has no agreed lower limit.
Declension
[edit] Καταρχαιοζωικός
case \ number | singular |
---|---|
nominative | Καταρχαιοζωικός • |
genitive | Καταρχαιοζωικού • |
accusative | Καταρχαιοζωικό • |
vocative | Καταρχαιοζωικέ • |
Related terms
[edit]- καταρχαιοζωικός (katarchaiozoïkós, “Hadean”)
See also
[edit]Further reading
[edit]- Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el