Jump to content

Καταρχαιοζωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

Καταρχαιοζωικός (Katarchaiozoïkósm (uncountable)

  1. (geology) Hadean
    Ο Καταρχαιοζωικός δεν έχει συμφωνηθεί ακόμα το κατώτατο όριό του.
    O Katarchaiozoïkós den échei symfonitheí akóma to katótato órió tou.
    The Hadean has no agreed lower limit.

Declension

[edit]
Declension of Καταρχαιοζωικός
singular
nominative Καταρχαιοζωικός (Katarchaiozoïkós)
genitive Καταρχαιοζωικού (Katarchaiozoïkoú)
accusative Καταρχαιοζωικό (Katarchaiozoïkó)
vocative Καταρχαιοζωικέ (Katarchaiozoïké)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]