Jump to content

μειόκαινος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /miˈo.ce.nos/
  • Hyphenation: μει‧ό‧και‧νος

Adjective

[edit]

μειόκαινος (meiókainosm (feminine μειόκαινη, neuter μειόκαινο)

  1. (geology) Miocene
    η μειόκαινη εποχήi meiókaini epochíthe Miocene epoch

Declension

[edit]
Declension of μειόκαινος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μειόκαινος (meiókainos) μειόκαινος (meiókainos)
μειόκαινη (meiókaini)
μειόκαινο (meiókaino) μειόκαινοι (meiókainoi) μειόκαινοι (meiókainoi)
μειόκαινες (meiókaines)
μειόκαινα (meiókaina)
genitive μειόκαινου (meiókainou) μειόκαινου (meiókainou)
μειόκαινης (meiókainis)
μειόκαινου (meiókainou) μειόκαινων (meiókainon) μειόκαινων (meiókainon) μειόκαινων (meiókainon)
accusative μειόκαινο (meiókaino) μειόκαινο (meiókaino)
μειόκαινη (meiókaini)
μειόκαινο (meiókaino) μειόκαινους (meiókainous) μειόκαινους (meiókainous)
μειόκαινες (meiókaines)
μειόκαινα (meiókaina)
vocative μειόκαινε (meiókaine) μειόκαινε (meiókaine)
μειόκαινη (meiókaini)
μειόκαινο (meiókaino) μειόκαινοι (meiókainoi) μειόκαινοι (meiókainoi)
μειόκαινες (meiókaines)
μειόκαινα (meiókaina)
[edit]

See also

[edit]