νεοαρχαιοζωικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: Νεοαρχαιοζωικός
Greek
[edit]Adjective
[edit]νεοαρχαιοζωικός • (neoarchaiozoïkós) m (feminine νεοαρχαιοζωική, neuter νεοαρχαιοζωικό)
Declension
[edit]Declension of νεοαρχαιοζωικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νεοαρχαιοζωικός • | νεοαρχαιοζωική • | νεοαρχαιοζωικό • | νεοαρχαιοζωικοί • | νεοαρχαιοζωικές • | νεοαρχαιοζωικά • |
genitive | νεοαρχαιοζωικού • | νεοαρχαιοζωικής • | νεοαρχαιοζωικού • | νεοαρχαιοζωικών • | νεοαρχαιοζωικών • | νεοαρχαιοζωικών • |
accusative | νεοαρχαιοζωικό • | νεοαρχαιοζωική • | νεοαρχαιοζωικό • | νεοαρχαιοζωικούς • | νεοαρχαιοζωικές • | νεοαρχαιοζωικά • |
vocative | νεοαρχαιοζωικέ • | νεοαρχαιοζωική • | νεοαρχαιοζωικό • | νεοαρχαιοζωικοί • | νεοαρχαιοζωικές • | νεοαρχαιοζωικά • |
Related terms
[edit]- Νεοαρχαιοζωικός m (Neoarchaiozoïkós, “(the) Neoarchean”)
See also
[edit]Further reading
[edit]Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el