Jump to content

ολόκαινος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /oˈlo.ce.nos/
  • Hyphenation: ο‧λό‧και‧νος

Adjective

[edit]

ολόκαινος (olókainosm (feminine ολόκαινος or ολόκαινη, neuter ολόκαινο)

  1. (geology) Holocene
    η ολόκαινος εποχήi olókainos epochíthe Holocene epoch

Declension

[edit]
Declension of ολόκαινος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολόκαινος (olókainos) ολόκαινος (olókainos)
ολόκαινη (olókaini)
ολόκαινο (olókaino) ολόκαινοι (olókainoi) ολόκαινοι (olókainoi)
ολόκαινες (olókaines)
ολόκαινα (olókaina)
genitive ολόκαινου (olókainou) ολόκαινου (olókainou)
ολόκαινης (olókainis)
ολόκαινου (olókainou) ολόκαινων (olókainon) ολόκαινων (olókainon) ολόκαινων (olókainon)
accusative ολόκαινο (olókaino) ολόκαινο (olókaino)
ολόκαινη (olókaini)
ολόκαινο (olókaino) ολόκαινους (olókainous) ολόκαινους (olókainous)
ολόκαινες (olókaines)
ολόκαινα (olókaina)
vocative ολόκαινε (olókaine) ολόκαινε (olókaine)
ολόκαινη (olókaini)
ολόκαινο (olókaino) ολόκαινοι (olókainoi) ολόκαινοι (olókainoi)
ολόκαινες (olókaines)
ολόκαινα (olókaina)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]