Jump to content

ηωαρχαιοζωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ηωαρχαιοζωικός (ioarchaiozoïkósm (feminine ηωαρχαιοζωική, neuter ηωαρχαιοζωικό)

  1. (geology) Eoarchean

Declension

[edit]
Declension of ηωαρχαιοζωικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηωαρχαιοζωικός (ioarchaiozoïkós) ηωαρχαιοζωική (ioarchaiozoïkí) ηωαρχαιοζωικό (ioarchaiozoïkó) ηωαρχαιοζωικοί (ioarchaiozoïkoí) ηωαρχαιοζωικές (ioarchaiozoïkés) ηωαρχαιοζωικά (ioarchaiozoïká)
genitive ηωαρχαιοζωικού (ioarchaiozoïkoú) ηωαρχαιοζωικής (ioarchaiozoïkís) ηωαρχαιοζωικού (ioarchaiozoïkoú) ηωαρχαιοζωικών (ioarchaiozoïkón) ηωαρχαιοζωικών (ioarchaiozoïkón) ηωαρχαιοζωικών (ioarchaiozoïkón)
accusative ηωαρχαιοζωικό (ioarchaiozoïkó) ηωαρχαιοζωική (ioarchaiozoïkí) ηωαρχαιοζωικό (ioarchaiozoïkó) ηωαρχαιοζωικούς (ioarchaiozoïkoús) ηωαρχαιοζωικές (ioarchaiozoïkés) ηωαρχαιοζωικά (ioarchaiozoïká)
vocative ηωαρχαιοζωικέ (ioarchaiozoïké) ηωαρχαιοζωική (ioarchaiozoïkí) ηωαρχαιοζωικό (ioarchaiozoïkó) ηωαρχαιοζωικοί (ioarchaiozoïkoí) ηωαρχαιοζωικές (ioarchaiozoïkés) ηωαρχαιοζωικά (ioarchaiozoïká)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]