φανεροζωικός
Appearance
See also: Φανεροζωικός
Greek
[edit]Adjective
[edit]φανεροζωικός • (fanerozoïkós) m (feminine φανεροζωική, neuter φανεροζωικό)
- (geology) Phanerozoic
- φανεροζωικός αιώνας ― fanerozoïkós aiónas ― Phanerozoic eon
- φανεροζωικός μεγααιώνας ― fanerozoïkós megaaiónas ― Phanerozoic eon
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | φανεροζωικός (fanerozoïkós) | φανεροζωική (fanerozoïkí) | φανεροζωικό (fanerozoïkó) | φανεροζωικοί (fanerozoïkoí) | φανεροζωικές (fanerozoïkés) | φανεροζωικά (fanerozoïká) | |
genitive | φανεροζωικού (fanerozoïkoú) | φανεροζωικής (fanerozoïkís) | φανεροζωικού (fanerozoïkoú) | φανεροζωικών (fanerozoïkón) | φανεροζωικών (fanerozoïkón) | φανεροζωικών (fanerozoïkón) | |
accusative | φανεροζωικό (fanerozoïkó) | φανεροζωική (fanerozoïkí) | φανεροζωικό (fanerozoïkó) | φανεροζωικούς (fanerozoïkoús) | φανεροζωικές (fanerozoïkés) | φανεροζωικά (fanerozoïká) | |
vocative | φανεροζωικέ (fanerozoïké) | φανεροζωική (fanerozoïkí) | φανεροζωικό (fanerozoïkó) | φανεροζωικοί (fanerozoïkoí) | φανεροζωικές (fanerozoïkés) | φανεροζωικά (fanerozoïká) |
Related terms
[edit]- Φανεροζωικός m (Fanerozoïkós, “Phanerozoic”)
See also
[edit]Further reading
[edit]- Φανεροζωικός μεγααιώνας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el