φανεροζωικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φανεροζωικός (fanerozoïkósm (feminine φανεροζωική, neuter φανεροζωικό)

  1. (geology) Phanerozoic
    φανεροζωικός αιώναςfanerozoïkós aiónasPhanerozoic eon
    φανεροζωικός μεγααιώναςfanerozoïkós megaaiónasPhanerozoic eon

Declension

[edit]
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]