Jump to content

Φανεροζωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Proper noun

[edit]

Φανεροζωικός (Fanerozoïkósm (uncountable)

  1. (geology) Phanerozoic
    Ο Φανεροζωικός περιλαμβάνει τρεις αιώνες.
    O Fanerozoïkós perilamvánei treis aiónes.
    The Phanerozoic includes three eras.

Declension

[edit]
Declension of Φανεροζωικός
singular
nominative Φανεροζωικός (Fanerozoïkós)
genitive Φανεροζωικού (Fanerozoïkoú)
accusative Φανεροζωικό (Fanerozoïkó)
vocative Φανεροζωικέ (Fanerozoïké)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]