Jump to content

καινοζωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

καινοζωικός (kainozoïkósm (feminine καινοζωική, neuter καινοζωικό)

  1. (geology) Cenozoic

Declension

[edit]
Declension of καινοζωικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καινοζωικός (kainozoïkós) καινοζωική (kainozoïkí) καινοζωικό (kainozoïkó) καινοζωικοί (kainozoïkoí) καινοζωικές (kainozoïkés) καινοζωικά (kainozoïká)
genitive καινοζωικού (kainozoïkoú) καινοζωικής (kainozoïkís) καινοζωικού (kainozoïkoú) καινοζωικών (kainozoïkón) καινοζωικών (kainozoïkón) καινοζωικών (kainozoïkón)
accusative καινοζωικό (kainozoïkó) καινοζωική (kainozoïkí) καινοζωικό (kainozoïkó) καινοζωικούς (kainozoïkoús) καινοζωικές (kainozoïkés) καινοζωικά (kainozoïká)
vocative καινοζωικέ (kainozoïké) καινοζωική (kainozoïkí) καινοζωικό (kainozoïkó) καινοζωικοί (kainozoïkoí) καινοζωικές (kainozoïkés) καινοζωικά (kainozoïká)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]