Appendix:Greek verbs/Π6

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
  • Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables have omissions and contain errors.
  • Potential editors are requested to note and copy the table format,
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry or potential entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — to "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation from the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω
Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
πρυμάρω  (el )
πρυματσάρω  (el )
πρυμνίζω  (el ), πρυμίζω sail before the wind (ship) πρύμισα
πρυμνοδετώ  (el ) πρυμνοδέτησα πρυμνοδετούμαι πρυμνοδετήθηκα πρυμνοδετημένος
πρυτανεύω  (el ) prevail, become dean πρυτάνευσα
πρωθυπουργεύω  (el ) πρωθυπούργευσα
πρωιμοθερίζω  (el )
πρωταγωνιστώ  (el ) be protagonist πρωταγωνίστησα
πρωταρχίζω  (el ), πρωταρχινίζω begin, start (first, for 1st time) πρωτάρχισα
πρωτεύω  (el ) come first, excel πρώτευσα
πρωτοανακαλύπτω  (el ) πρωτοανακαλύπτομαι
πρωτοανοίγω  (el )
πρωτοβάζω  (el ) place, wear (first, for 1st time) πρωτόβαλα, πρωτοέβαλα πρωτοβάλθηκα
πρωτοβγάζω  (el ) take, remove (first, for 1st time)
πρωτοβγαίνω  (el ) go out, come out (first, for 1st time)
πρωτοβλέπω  (el ) see (first, for 1st time) πρωτοείδα, προτόειδα
πρωτογεννώ  (el ) give birth (first, for 1st time) πρωτογέννησα
πρωτογνωρίζω  (el )
πρωτοδημοσιεύω  (el )
πρωτοδοκιμάζω  (el )
πρωτοδουλεύω  (el ) work (first, for 1st time)
πρωτοεμφανίζομαι  (el )
remember (first, for 1st time) πρωτοθυμάμαι  (el ), πρωτοθυμούμαι πρωτοθυμήθηκα
πρωτοκαθίζω  (el )
sit (first, for 1st time) πρωτοκάθομαι  (el )
πρωτοκολλώ  (el ) enter in register, record πρωτοκόλλησα πρωτοκολλώμαι πρωτοκολλήθηκα πρωτοκολλημένος
πρωτολειτουργώ  (el )
πρωτολέω  (el ), πρωτολέγω say (first, for 1st time) πρωτοείπα, πρωτόπα, πρωτόειπα
πρωτομαθαίνω  (el ) learn hear (first, for 1st time) πρωτόμαθα πρωτομαθαίνομαι πρωτομαθεύτηκα πρωτομαθημένος
πρωτομιλώ  (el ), πρωτομιλάω speak (first, for 1st time) πρωτομίλησα
πρωτοπηγαίνω  (el ) go (first, for 1st time) πρωτοπήγα
πρωτοπιάνω  (el ) take, catch (first, for 1st time) πρωτόπιασα πρωτοπιασμένος
πρωτοπορώ  (el ) πρωτοπόρησα
πρωτοστατώ  (el ) lead, be protagonist πρωτοστάτησα
πρωτοτρώγω  (el ), πρωτοτρώω eat (first, for 1st time) πρωτόφαγα
πρωτοτυπώ  (el ) break fresh ground πρωτοτύπησα
πρωτοφορώ  (el ), πρωτοφοράω πρωτοφόρεσα πρωτοφοριέμαι πρωτοφορέθηκα πρωτοφορεμένος
πρωτοφτάνω  (el )
πταίω  (el ), ➤ φταίω be to blame/guilty έφταιξα, έπταισα
sneeze πταρνίζομαι  (el ), (πτανίζομαι), ➤ φτερνίζομαι επταρνίσθην
πτερυγίζω  (el ), ➤ φτερουγίζω flap (wing)
πτερώνω  (el )
πτήσσω  (el )
πτίσσω  (el )
πτοώ  (el ) intimidate πτόησα, επτόνησα πτοούμαι πτοήθηκα πτοημένος
πτυελίζω  (el )
πτύσσω  (el ) fold
πτυχώνω  (el ) fold πτύχωσα πτυχώνομαι πτυχώθηκα πτυχωμένος
πτύω  (el ), ➤ φτύνω spit
πτώσσω  (el )
πτωχαίνω  (el ), ➤ φτωχαίνω
πτωχεύω  (el ) go bankrupt, be insolvent πτώχευσα
πυγμαχώ  (el ) box, spar πυγμάχησα
be thickly populated πυκνοκατοικούμαι  (el ) πυκνοκατοικήθηκα πυκνοκατοικημένος
πυκνοφυτεύω  (el ) plant closely πυκνοφύτεψα πυκνοφυτεύομαι πυκνοφυτεύτηκα πυκνοφυτεμένος
πυκνώνω  (el ) become thick/dense/bushy/frequent πύκνωσα πυκνώνομαι πυκνώθηκα πυκνωμένος
πυορροώ  (el ) suppurate
πυρακτώνω  (el ) make red-hot πυράκτωσα πυρακτώνομαι πυρακτώθηκα πυρακτωμένος
πυργώνω  (el ) fortify, raise πύργωσα πυργώνομαι πυργώθηκα πυργωμένος
πυρέσσω  (el )
πυρηνοποιώ  (el )
πυριτιοποιώ  (el )
πυροβολώ  (el ), πυροβολάω fire, shoot πυροβόλησα πυροβολούμαι πυροβολήθηκα πυροβολημένος
πυροδοτώ  (el ) set off, fire πυροδότησα πυροδοτούμαι πυροδοτήθηκα πυροδοτημένος
πυροκροτώ  (el ) detonate, set off
πυρπολώ  (el ) set alight, set on fire πυρπόλησα πυρπολούμαι πυρπολήθηκα πυρπολημένος
πυρώνω  (el ) roast, warm πύρωσα πυρώνομαι πυρώθηκα πυρωμένος
πωλώ  (el ), ➤ πουλώ sell, on sale πωλούμαι
πωματίζω  (el ) cork, cap πωμάτισα πωματίζομαι πωματίστηκα πωματισμένος
πωρώνω  (el ) become callous πώρωσα πωρώνομαι πωρώθηκα πωρωμένος

Sources

[edit]
  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: