πυροβολώ
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]πυροβολώ • (pyrovoló) (past πυροβόλησα, passive πυροβολούμαι)
- (intransitive) to shoot, fire
- Antonym: αντιπυροβολώ (antipyrovoló)
- Γιόρταζαν την επιτυχία τους πίνοντας και πυροβολώντας.
- Giórtazan tin epitychía tous pínontas kai pyrovolóntas.
- They celebrated their success by drinking and shooting.
- (transitive) to fire at, shoot at
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- αντιπυροβολώ (antipyrovoló, “to return fire”)
- πυροβολαρχία f (pyrovolarchía, “gun battery”)
- πυροβολείο n (pyrovoleío, “gun emplacement”)
- πυροβολητής m (pyrovolitís, “artilleryman, gunner”)
- πυροβολικό n (pyrovolikó, “ordnance, artillery”)
- πυροβολισμός m (pyrovolismós, “gunshot, discharge, firing”)
- πυροβόλο όπλο n (pyrovólo óplo, “firearm, artillery”)
- πυροβόλο n (pyrovólo, “gun, canon”)