Jump to content

πυροβολισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

πυροβολισμός (pyrovolismósm (plural πυροβολισμοί)

  1. (firearms) shot, gunshot
  2. (in the plural, firearms) gunfire

Declension

[edit]
Declension of πυροβολισμός
singular plural
nominative πυροβολισμός (pyrovolismós) πυροβολισμοί (pyrovolismoí)
genitive πυροβολισμού (pyrovolismoú) πυροβολισμών (pyrovolismón)
accusative πυροβολισμό (pyrovolismó) πυροβολισμούς (pyrovolismoús)
vocative πυροβολισμέ (pyrovolismé) πυροβολισμοί (pyrovolismoí)

Further reading

[edit]