Jump to content

πρωτοανακαλύπτω

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

πρωτο- (first) +‎ ανα- (re-) +‎ καλύπτω (cover) (πρωτο- (proto-) + ανακαλύπτω (anakalýpto, discover))

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.to.a.na.kaˈli.pto/
  • Hyphenation: πρω‧το‧α‧να‧κα‧λύ‧πτω

Verb

[edit]

πρωτοανακαλύπτω (protoanakalýpto) (past πρωτοανακάλυψα, passive πρωτοανακαλύπτομαι)

  1. to discover for the first time

Conjugation

[edit]
[edit]