From Wiktionary, the free dictionary
πρωτο- ( “ first ” ) + ανα- ( “ re- ” ) + καλύπτω ( “ cover ” ) (πρωτο- ( proto- ) + ανακαλύπτω ( anakalýpto , “ discover ” ) )
IPA (key ) : /pɾo.to.a.na.kaˈli.pto/
Hyphenation: πρω‧το‧α‧να‧κα‧λύ‧πτω
πρωτοανακαλύπτω • (protoanakalýpto ) (past πρωτοανακάλυψα , passive πρωτοανακαλύπτομαι )
to discover for the first time
πρωτοανακαλύπτω πρωτοανακαλύπτομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
πρωτοανακαλύπτω
πρωτοανακαλύψω
πρωτοανακαλύπτομαι
πρωτοανακαλυφτώ , πρωτοανακαλυφθώ 1
2 sg
πρωτοανακαλύπτεις
πρωτοανακαλύψεις
πρωτοανακαλύπτεσαι
πρωτοανακαλυφτείς , πρωτοανακαλυφθείς
3 sg
πρωτοανακαλύπτει
πρωτοανακαλύψει
πρωτοανακαλύπτεται
πρωτοανακαλυφτεί , πρωτοανακαλυφθεί
1 pl
πρωτοανακαλύπτουμε , [‑ομε ]
πρωτοανακαλύψουμε , [‑ομε ]
πρωτοανακαλυπτόμαστε
πρωτοανακαλυφτούμε , πρωτοανακαλυφθούμε
2 pl
πρωτοανακαλύπτετε
πρωτοανακαλύψετε
πρωτοανακαλύπτεστε , πρωτοανακαλυπτόσαστε
πρωτοανακαλυφτείτε , πρωτοανακαλυφθείτε
3 pl
πρωτοανακαλύπτουν (ε )
πρωτοανακαλύψουν (ε )
πρωτοανακαλύπτονται
πρωτοανακαλυφτούν (ε ), πρωτοανακαλυφθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
πρωτοανακάλυπτα
πρωτοανακάλυψα
πρωτοανακαλυπτόμουν (α )
πρωτοανακαλύφτηκα , πρωτοανακαλύφθηκα 1
2 sg
πρωτοανακάλυπτες
πρωτοανακάλυψες
πρωτοανακαλυπτόσουν (α )
πρωτοανακαλύφτηκες , πρωτοανακαλύφθηκες
3 sg
πρωτοανακάλυπτε
πρωτοανακάλυψε
πρωτοανακαλυπτόταν (ε )
πρωτοανακαλύφτηκε , πρωτοανακαλύφθηκε
1 pl
πρωτοανακαλύπταμε
πρωτοανακαλύψαμε
πρωτοανακαλυπτόμασταν , (‑όμαστε )
πρωτοανακαλυφτήκαμε , πρωτοανακαλυφθήκαμε
2 pl
πρωτοανακαλύπτατε
πρωτοανακαλύψατε
πρωτοανακαλυπτόσασταν , (‑όσαστε )
πρωτοανακαλυφτήκατε , πρωτοανακαλυφθήκατε
3 pl
πρωτοανακάλυπταν , πρωτοανακαλύπταν (ε )
πρωτοανακάλυψαν , πρωτοανακαλύψαν (ε )
πρωτοανακαλύπτονταν , (πρωτοανακαλυπτόντουσαν )
πρωτοανακαλύφτηκαν , πρωτοανακαλυφτήκαν (ε ), πρωτοανακαλύφθηκαν , πρωτοανακαλυφθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα πρωτοανακαλύπτω ➤
θα πρωτοανακαλύψω ➤
θα πρωτοανακαλύπτομαι ➤
θα πρωτοανακαλυφτώ / πρωτοανακαλυφθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα πρωτοανακαλύπτεις , …
θα πρωτοανακαλύψεις , …
θα πρωτοανακαλύπτεσαι , …
θα πρωτοανακαλυφτείς / πρωτοανακαλυφθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … πρωτοανακαλύψει
έχω, έχεις, … πρωτοανακαλυφτεί / πρωτοανακαλυφθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … πρωτοανακαλύψει
είχα, είχες, … πρωτοανακαλυφτεί / πρωτοανακαλυφθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … πρωτοανακαλύψει
θα έχω, θα έχεις, … πρωτοανακαλυφτεί / πρωτοανακαλυφθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
πρωτοανακάλυπτε
πρωτοανακάλυψε
—
πρωτοανακαλύψου
2 pl
πρωτοανακαλύπτετε
πρωτοανακαλύψτε
πρωτοανακαλύπτεστε
πρωτοανακαλυφτείτε , πρωτοανακαλυφθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
πρωτοανακαλύπτοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας πρωτοανακαλύψει ➤
—
Nonfinite form➤
πρωτοανακαλύψει
πρωτοανακαλυφτεί , πρωτοανακαλυφθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. All forms with -φθ- are more formal, with -φτ- less formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: καλύπτω ( kalýpto , “ cover ” )