πρωτοανακαλύφτηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]πρωτοανακαλύφτηκα • (protoanakalýftika)
- 1st person singular simple past form of πρωτοανακαλύπτομαι (protoanakalýptomai) passive of πρωτοανακαλύπτω.
Alternative forms
[edit]- πρωτοανακαλύφθηκα (protoanakalýfthika) (formal)