ακτινενέργεια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ακτινενέργεια • (aktinenérgeia) f (plural ακτινενέργειες)
- (obsolete, physics) radioactivity
- Synonym: ραδιενέργεια f (radienérgeia) (the more common term)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινενέργεια (aktinenérgeia) | ακτινενέργειες (aktinenérgeies) |
genitive | ακτινενέργειας (aktinenérgeias) | ακτινενεργειών (aktinenergeión) |
accusative | ακτινενέργεια (aktinenérgeia) | ακτινενέργειες (aktinenérgeies) |
vocative | ακτινενέργεια (aktinenérgeia) | ακτινενέργειες (aktinenérgeies) |
Related terms
[edit]- ακτίνα f (aktína, “ray”)
- ακτινενέργεια f (aktinenérgeia, “radioactivity”)
- ακτινενεργός (aktinenergós, “radioactive”)
- ακτινοβολία f (aktinovolía, “radiation”)
- ακτινοβόλος (aktinovólos, “radiating”)
- ακτινοβολώ (aktinovoló, “to radiate”)
- ακτινογραφία f (aktinografía, “radiography”)
- ακτινογράφος m or f (aktinográfos, “radiographer”)
- ακτινοδιαγνωστική f (aktinodiagnostikí, “radiodiagnosis”)
- ακτινοειδής (aktinoeidís, “radial”, adjective)
- ακτινοθεραπεία f (aktinotherapeía, “radiotherapy”)
- ακτινοθεραπευτή (aktinotherapeftí)
- ακτινοθεραπευτικός (aktinotherapeftikós, “radiotherapy”, adjective)
- ακτινολογία f (aktinología, “radiology”)
- ακτινολόγος (aktinológos, “radiologist”)
- ακτινοσκόπηση (aktinoskópisi, “fluoroscopy”)
- ακτινωτός (aktinotós, “radial”, adjective)
- κοσμική ακτίνα f (kosmikí aktína, “cosmic ray”)
- κοσμική ακτινοβολία (kosmikí aktinovolía, “cosmic radiation”)
- and see: ακτίνα Χ f (aktína Ch, “X-ray”)
Further reading
[edit]- Ραδιενέργεια on the Greek Wikipedia.Wikipedia el